συρραφή

συρραφή
η
1. ράψιμο δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
2. μτφ., στο γραπτό λόγο το να μαζεύει κανείς στοιχεία από διάφορες πηγές και να συγκροτεί ένα όλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συρραφή — sewing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρραφῇ — συρράπτω sew aor subj pass 3rd sg συρραφῆι , συρραφεύς one who stitches together masc dat sg (epic ionic) συρραφή sewing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρραφή — η, ΝΜΑ [συρράπτω] σύναψη με ραφή, ράψιμο νεοελλ. 1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση 2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών …   Dictionary of Greek

  • συρραφήν — συρραφή sewing together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέντρωνας — ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον] νεοελλ. 1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας 2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων μσν. μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συρραπτικός — ή, ό, Ν [συρράπτω] 1. αυτός που χρησιμεύει για συρραφή 2. το ουδ. ως ουσ. το συρραπτικό ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται συρραφή φύλλων χαρτιού …   Dictionary of Greek

  • Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • αγκτήρας — ο (Α ἀγκτὴρ) [ἄγχω] 1. χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή 2. στον πληθ. οι αγκτήρες ιατρικός επίδεσμος …   Dictionary of Greek

  • αζούρ — (γαλλ. ajour). Είδος κεντήματος που γίνεται, στην πρώτη φάση, με την αφαίρεση κλωστών από το ύφασμα και μετά με τη συρραφή, με ειδικό τρόπο, εκείνων που απέμειναν. Υπάρχουν πολλοί τύποι α. * * * το (άκλιτο) είδος διάτρητου κεντήματος, που… …   Dictionary of Greek

  • αναρραφή — ἀναρραφή, η (Μ) (για τα βλέφαρα) ραφή, συρραφή προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”